αγήτευτος

αγήτευτος
η , ο
1) не испытавший чар; 2) не поддающийся чарам

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αγήτευτος" в других словарях:

  • αγήτευτος — η, ο [γητεύω] 1. αυτός που δεν τόν γήτεψαν, που δεν άσκησαν μαγική επήρεια επάνω του (εξορκισμό, μαγγανείες κ.λπ.) για να θεραπευθεί 2. αυτός που δεν μπορούν να τόν γητέψουν …   Dictionary of Greek

  • αγήτευτος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να πάθει γήτεμα, βάσκαμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγύτευτος — η, ο [γυτεύω] βλ. ορθτ. αγήτευτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»